Η ιστορία του Δεδέαγατς, η σημερινή Αλεξανδρούπολη, συνδέεται άρρηκτα με αυτήν της Αίνου,
καθώς αποτελεί κατά κάποιο τρόπο θυγατρική της πόλη. Το γεγονός ότι, το
1867 η Υψηλή Πύλη και συγκεκριμένα ο Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ αποφασίζει
την σιδηροδρομική σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με την Δυτική Ευρώπη,
αποτελεί και την γενεσιουργό αιτία για την μετατροπή του Δεδέαγατς σε
πόλη με κομβικό ρόλο στο διαμετακομιστικό εμπόριο της εποχής.
Παρακάτω παρατίθενται πληροφορίες για την πόλη της Αίνου από αναφορές που βρέθηκαν στον παγκόσμιο ιστό και στην γενικότερη βιβλιογραφία.
Η πόλη της Αίνου*, μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Θράκης, είναι κτισμένη πάνω σε τέσσερις λόφους στην αριστερή όχθη του στομίου του ποταμού Έβρου, κοντά στη λιμνοθάλασσα που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Στεντορίς και στα παράλια του Μέλανα κόλπου, στο Θρακικό Πέλαγος. Ο ποταμός Έβρος, το μεγαλύτερο από όλα τα ποτάμια του Βορείου Αιγαίου και της Θράκης, με τον κατά πολύ μέγιστο όγκο των υδάτων, αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία ανάπτυξης της Αίνου. Πηγάζει από το όρος Σκόμιο (Ρΐλα) και αφού διαρρέει τη μεγάλη πεδιάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στα βουνά του Αίμου και της Ροδόπης στις περιοχές της Σόφιας, της Φιλιππούπολης και της Αδριανούπολης με ένα ρου 490 χιλιομέτρων, δημιουργεί ένα μεγάλο Δέλτα στην περιοχή της Αίνου, το οποίο εξαιτίας της πόλης αυτής ονομάζεται και «Αινήσιον Δέλτα».
Από την αρχαιότητα το ποτάμι αυτό αποτέλεσε μια σημαντικότατη υδάτινη εμπορική οδό, αφού ήταν πλοκό στο μεγαλύτερο μέρος του και αποτελούσε την εναλλακτική διαδρομή στο Βόσπορο και τα Δαρδανέλια για το εμπόριο που επιθυμούσε να φθάσει στο Αιγαίο από τη Μαύρη θάλασσα. Τα βόρεια λιμάνια του Πόντου με την αποβίβαση των εμπορευμάτων στην Απολλωνία (το σημερινό Πύργο-Βourgas), στη Μεσημβρία ή την αρχαία θρακική Οδησσό, θα μπορούσαν να τα αποστείλουν δια ξηράς στην κοιλάδα του Έβρου και μέσω αυτού στο λιμάνι της Αίνου.
Έτσι η Αίνος αποτελούσε το λιμάνι στο οποίο κατέληγε η οδός αυτή και έλεγχε όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο της βαλκανικής ενδοχώρας. Όταν όμως, στα μέσα του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση Κωνσταντινούπολης - Θεσσαλονίκης και ο ποταμός Έβρος με τις προσχώσεις του ακύρωσε τις δυνατότητες του λιμανιού της, τότε η Αίνος παραχώρησε τη θέση της στο νεοσύστατο και δυναμικά αναπτυσσόμενο Δεδέαγατς, τη σημερινή Αλεξανδρούπολη.
Παρακάτω παρατίθενται πληροφορίες για την πόλη της Αίνου από αναφορές που βρέθηκαν στον παγκόσμιο ιστό και στην γενικότερη βιβλιογραφία.
Η πόλη της Αίνου*, μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Θράκης, είναι κτισμένη πάνω σε τέσσερις λόφους στην αριστερή όχθη του στομίου του ποταμού Έβρου, κοντά στη λιμνοθάλασσα που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Στεντορίς και στα παράλια του Μέλανα κόλπου, στο Θρακικό Πέλαγος. Ο ποταμός Έβρος, το μεγαλύτερο από όλα τα ποτάμια του Βορείου Αιγαίου και της Θράκης, με τον κατά πολύ μέγιστο όγκο των υδάτων, αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία ανάπτυξης της Αίνου. Πηγάζει από το όρος Σκόμιο (Ρΐλα) και αφού διαρρέει τη μεγάλη πεδιάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στα βουνά του Αίμου και της Ροδόπης στις περιοχές της Σόφιας, της Φιλιππούπολης και της Αδριανούπολης με ένα ρου 490 χιλιομέτρων, δημιουργεί ένα μεγάλο Δέλτα στην περιοχή της Αίνου, το οποίο εξαιτίας της πόλης αυτής ονομάζεται και «Αινήσιον Δέλτα».
Από την αρχαιότητα το ποτάμι αυτό αποτέλεσε μια σημαντικότατη υδάτινη εμπορική οδό, αφού ήταν πλοκό στο μεγαλύτερο μέρος του και αποτελούσε την εναλλακτική διαδρομή στο Βόσπορο και τα Δαρδανέλια για το εμπόριο που επιθυμούσε να φθάσει στο Αιγαίο από τη Μαύρη θάλασσα. Τα βόρεια λιμάνια του Πόντου με την αποβίβαση των εμπορευμάτων στην Απολλωνία (το σημερινό Πύργο-Βourgas), στη Μεσημβρία ή την αρχαία θρακική Οδησσό, θα μπορούσαν να τα αποστείλουν δια ξηράς στην κοιλάδα του Έβρου και μέσω αυτού στο λιμάνι της Αίνου.
Έτσι η Αίνος αποτελούσε το λιμάνι στο οποίο κατέληγε η οδός αυτή και έλεγχε όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο της βαλκανικής ενδοχώρας. Όταν όμως, στα μέσα του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση Κωνσταντινούπολης - Θεσσαλονίκης και ο ποταμός Έβρος με τις προσχώσεις του ακύρωσε τις δυνατότητες του λιμανιού της, τότε η Αίνος παραχώρησε τη θέση της στο νεοσύστατο και δυναμικά αναπτυσσόμενο Δεδέαγατς, τη σημερινή Αλεξανδρούπολη.
Αίνος, Κάτω Μαχαλάς Βορειοδυτικό τμήμα |
Η πόλη είναι κτισμένη πάνω σε μια
λωρίδα ξηράς, η οποία προεξέχει προς τα
δυτικά και περιβάλλεται νότια, βόρεια και δυτικά από λιμνοθάλασσες. Νότια συνεχίζει η
κάτω πόλη που περιβάλλεται επίσης από τείχος. Η λιμνοθάλασσα, που έχει μετατραπεί
τώρα πια σε βάλτο και ονομαζόταν από τους κατοίκους της Αίνου Ποντισμένη, υπήρξε
παλαιότερα το λιμάνι της πόλης. Ενώ από γεωστρατηγική άποψη η θέση της πόλης είναι
σπουδαία, δεν ισχύει το ίδιο και από άποψη υγιεινής, αφού τα εκτεταμένα έλη του Δέλτα
του ποταμού Έβρου ενοχοποιούνται για την παρουσία ελωδών πυρετών και οι προσχώσεις
του ίδιου ποταμού καθιστούσαν αβέβαιη την ύπαρξη λιμανιού, το οποίο τελικά έπαψε να
υφίσταται στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η Αίνος, ωστόσο που ο πληθυσμός της διέρρεε προς το Δεδέαγατς, διατήρησε ένα μικρό εμπόριο χάρη στην παρασκευή ενός τυριού και στους παστούς λυκουρίνους, γνωστούς με την ονομασία «νίτικα». Οι κάτοικοι της Αίνου διακρίνονταν για την κατασκευή μεγάλων πιθαριών για την αποθήκευση λαδιού και κρασιού.
Εκκλησιαστικά, η Αίνος ήταν έδρα Μητρόπολης και περιελάμβανε 17 κοινότητες με 10.057 άτομα.53 Διοικητικά ήταν καζάς και κατά τα τέλη του 19ου αι. ανήκε στο σαντζάκι του Δεδέαγατς. Αναφέρω χαρακτηριστικά έγγραφο των ΒΟΑ όπου γίνεται λόγος το 1886 για τη μείωση κατά 50 γρόσια στο ενοίκιο του Διοικητηρίου Αίνου, επειδή είχε αρχίσει η κατασκευή του αντίστοιχου στο Δεδέαγατς, ενώ δεν υπήρχε προοπτική για την ενοικίαση καινούργιου στην Αίνο,54 γεγονός που μαρτυρά την ανοδική πορεία του Δεδέαγατς και την αντίστοιχη φθίνουσα της Αίνου.
Μετά την ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διετία 1920-1922, που η Ανατολική Θράκη τελούσε υπό ελληνική διοίκηση, η Αίνος υπήχθη στην Αλεξανδρούπολη. Μετά την ανακωχή των Μουδανιών παραδόθηκε σε μια διασυμμαχική επιτροπή (30/10/1922), η οποία την παρέδωσε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της την εγκατέλειψαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αλεξανδρούπολη.
*Η Αίνος παρά την ανθυγιεινή της τοποθεσία έλαβε μεγάλη ανάπτυξη. Αλωθείσα από τους Τούρκους το 1455 διατήρησε τον ελληνικό χαρακτήρα, χάρη δε στον Έβρο ποταμό συγκέντρωσε όλο το εμπόριο του Αιγαίου Πελάγους. Αργότερα, από τις προσχώσεις που δημιουργήθηκαν από της ιλύος του Έβρου το λιμάνι απέβη απρόσιτο στη ναυτιλία. Οι κάτοικοι πλούτισαν χάρη στις αλυκές, διότι έκαναν εξαγωγή αλατιού σε ολόκληρη τη Θράκη και Μακεδονία. Ομοίως οι κάτοικοι κέρδιζαν αρκετά από την αλιεία, ενώ στο εμπόριο διοχετεύονταν οι παστοί και καπνιστοί κέφαλοι με το όνομα λυκουρίνοι ή αινίτικ, οι οποίοι ήταν περιζήτητοι στο εξωτερικό, όπως και το χαβιάρι και το αυγοτάραχο. Για φαρμακευτικούς λόγους γινόταν μεγάλη εξαγωγή βδελλών, αποκλειστικό μονοπώλιο της Αίνου, που απέφερε σεβαστά κέρδη. Εξαιτίας λοιπόν της εξαιρετικής εμπορικής κίνησης, η Αίνος μέχρι τα μέσα του 19ου αι. διατήρησε την ευημερία της. Το 1837 όμως εξαιτίας λοιμού απώλεσε μεγάλο αριθμό των κατοίκων της, ενώ το 1867 υπέστη μεγάλη καταστροφή από πυρκαγιά, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το 1/4 της πόλης. Έκτοτε ο πληθυσμός μειώθηκε. Η ακμή της Αίνου οφειλόταν στη θέση της, καθόσον υπήρξε το μοναδικό επίνειο της Θράκης και διετέλεσε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Απόδειξη της ευημερίας της ήταν οι 70 εκκλησίες και το ναυτικό της, το οποίο κατά καιρούς αποτελούνταν από 300 ιστιοφόρα μικρά και μεγάλα, τα οποία ταξίδευαν μέχρι τις ακτές της Συρίας και της Αλεξάνδρειας. Επίσης οι κάτοικοι ασκούσαν πολλές τέχνες, κυρίως την αγγειοπλαστική, τη γεωργία, αμπελουργία και κηπουρική, ενώ όλοι οι επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. ...
Σημειωτέον ότι η Αίνος, άρχισε να φθίνει μετά το 1878, οπότε ιδρύθηκε η Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγατς), η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί αποικία των Αινιτών, καθόσον πολλοί εκ της Αίνου κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη.
Ελένη Βουραζέλη-Μαρινάκου, "Αι εν τη Θράκη Συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν", Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1950. σελ. 72-73.[1]
Η Αίνος, ωστόσο που ο πληθυσμός της διέρρεε προς το Δεδέαγατς, διατήρησε ένα μικρό εμπόριο χάρη στην παρασκευή ενός τυριού και στους παστούς λυκουρίνους, γνωστούς με την ονομασία «νίτικα». Οι κάτοικοι της Αίνου διακρίνονταν για την κατασκευή μεγάλων πιθαριών για την αποθήκευση λαδιού και κρασιού.
Εκκλησιαστικά, η Αίνος ήταν έδρα Μητρόπολης και περιελάμβανε 17 κοινότητες με 10.057 άτομα.53 Διοικητικά ήταν καζάς και κατά τα τέλη του 19ου αι. ανήκε στο σαντζάκι του Δεδέαγατς. Αναφέρω χαρακτηριστικά έγγραφο των ΒΟΑ όπου γίνεται λόγος το 1886 για τη μείωση κατά 50 γρόσια στο ενοίκιο του Διοικητηρίου Αίνου, επειδή είχε αρχίσει η κατασκευή του αντίστοιχου στο Δεδέαγατς, ενώ δεν υπήρχε προοπτική για την ενοικίαση καινούργιου στην Αίνο,54 γεγονός που μαρτυρά την ανοδική πορεία του Δεδέαγατς και την αντίστοιχη φθίνουσα της Αίνου.
Μετά την ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διετία 1920-1922, που η Ανατολική Θράκη τελούσε υπό ελληνική διοίκηση, η Αίνος υπήχθη στην Αλεξανδρούπολη. Μετά την ανακωχή των Μουδανιών παραδόθηκε σε μια διασυμμαχική επιτροπή (30/10/1922), η οποία την παρέδωσε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της την εγκατέλειψαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αλεξανδρούπολη.
*Η Αίνος παρά την ανθυγιεινή της τοποθεσία έλαβε μεγάλη ανάπτυξη. Αλωθείσα από τους Τούρκους το 1455 διατήρησε τον ελληνικό χαρακτήρα, χάρη δε στον Έβρο ποταμό συγκέντρωσε όλο το εμπόριο του Αιγαίου Πελάγους. Αργότερα, από τις προσχώσεις που δημιουργήθηκαν από της ιλύος του Έβρου το λιμάνι απέβη απρόσιτο στη ναυτιλία. Οι κάτοικοι πλούτισαν χάρη στις αλυκές, διότι έκαναν εξαγωγή αλατιού σε ολόκληρη τη Θράκη και Μακεδονία. Ομοίως οι κάτοικοι κέρδιζαν αρκετά από την αλιεία, ενώ στο εμπόριο διοχετεύονταν οι παστοί και καπνιστοί κέφαλοι με το όνομα λυκουρίνοι ή αινίτικ, οι οποίοι ήταν περιζήτητοι στο εξωτερικό, όπως και το χαβιάρι και το αυγοτάραχο. Για φαρμακευτικούς λόγους γινόταν μεγάλη εξαγωγή βδελλών, αποκλειστικό μονοπώλιο της Αίνου, που απέφερε σεβαστά κέρδη. Εξαιτίας λοιπόν της εξαιρετικής εμπορικής κίνησης, η Αίνος μέχρι τα μέσα του 19ου αι. διατήρησε την ευημερία της. Το 1837 όμως εξαιτίας λοιμού απώλεσε μεγάλο αριθμό των κατοίκων της, ενώ το 1867 υπέστη μεγάλη καταστροφή από πυρκαγιά, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το 1/4 της πόλης. Έκτοτε ο πληθυσμός μειώθηκε. Η ακμή της Αίνου οφειλόταν στη θέση της, καθόσον υπήρξε το μοναδικό επίνειο της Θράκης και διετέλεσε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Απόδειξη της ευημερίας της ήταν οι 70 εκκλησίες και το ναυτικό της, το οποίο κατά καιρούς αποτελούνταν από 300 ιστιοφόρα μικρά και μεγάλα, τα οποία ταξίδευαν μέχρι τις ακτές της Συρίας και της Αλεξάνδρειας. Επίσης οι κάτοικοι ασκούσαν πολλές τέχνες, κυρίως την αγγειοπλαστική, τη γεωργία, αμπελουργία και κηπουρική, ενώ όλοι οι επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. ...
Σημειωτέον ότι η Αίνος, άρχισε να φθίνει μετά το 1878, οπότε ιδρύθηκε η Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγατς), η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί αποικία των Αινιτών, καθόσον πολλοί εκ της Αίνου κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη.
Ελένη Βουραζέλη-Μαρινάκου, "Αι εν τη Θράκη Συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν", Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη 1950. σελ. 72-73.[1]
Αίνος, ακρόπολη |
Ως κύριο τμήμα της ευρύτερης Θράκης και ως προαύλιο της
Κωνσταντινούπολης η Ανατολική Θράκη κατοικείτο κατά πλειοψηφία από τους
Έλληνες, που ήταν αστοί και χωρικοί.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν κυρίως στη θρακική ακτή της Προποντίδας, όπου και η αρχαία εμπορική πόλη της Ραιδεστού και τα 28 χωριά των Γανοχώρων πάνω και γύρω από το μοναστικό κέντρο του όρους Γάνος, καθώς και αριθμός μικρών πόλεων, όπως οι Επιβάτες, το Εξάστερο και η Σηλύβρια, οχυρό έρεισμα του ευρύτερου αμυντικού συστήματος της Κωνσταντινούπολης. Στον Κόλπο του Σάρου, στις ακτές του Αιγαίου πλέον, και μέχρι τις εκβολές του Έβρου, όπου και η αρχαία πόλη της Αίνου, κατοικούσαν κατά πλειοψηφία Έλληνες. Ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, στις ακτές του Ευξείνου και στις περιφέρειες της Αδριανούπολης, των Σαράντα Εκκλησιών και των βουνών της Στράντζας.
Ο υπόλοιπος πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης, σχεδόν το μισό του συνολικού πληθυσμού, αποτελούσε ένα εθνοτικό αμάλγαμα από Τούρκους, Αλβανούς μουσουλμάνους, Βουλγάρους, Αρμένιους, Τσιγγάνους, Εβραίους και χριστιανούς Τούρκους (Γκαγκαούζους). Οι Έλληνες της Θρακικής χερσονήσου και του Ελλησπόντου κατοικούσαν εκτός από την Καλλίπολη σε αριθμό μικρών χωριών και κωμοπόλεων, όπως η Μάδυτος.[2]
Αίνος: Πόλη της Θράκης στην Ανατολική όχθη των εκβολών του ποταμού Έβρου κοντά στη λιμνοθάλασσα Στεντορίδα. Την πόλη αναφέρει ο Όμηρος ως σύμμαχο των Τρώων. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Πολτι(υ)μβρία ή Πολτι(υ)ομβρία από το όνομα του Πόλτι(υ)ος, μυθικού βασιλιά της Θράκης και οικιστή της πόλης. Ο Ηρόδοτος την ονομάζει Αιολίδα λόγω του εποικισμού της κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα από Αιολείς της Κύμης, της Μυτιλήνης και της Αλωπεκονήσου. Αργότερα η πόλη έγινε μέλος της Α΄ Αθηναϊκής συμμαχίας. Κατόπιν περιήλθε στην εξουσία του Φιλίππου και στη συνέχεια των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου αρχικά τους Σελευκίδες και έπειτα τους Πτολεμαίους. Το 205 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η πόλη ανήκε στο Θέμα της Θράκης και στην Επαρχία Ροδόπης. Το 1354 μ.Χ. η Αίνος πέρασε στα χέρια του Γενουάτη Φραγκίσκου Γατελούζου.[4]
Το 1456 κυριεύθηκε η Αίνος, το τελευταίο ίχνος φραγκοκρατίας στη Θράκη. Πριν από την άλωση της Πόλης το 1453 η Αίνος είχε περιέλθει στην κυριαρχία του Γενουάτη άρχοντα της Ίμβρου Δόρια ο οποίος πλήρωνε στον Μωάμεθ τον Β’ 2.000 δουκάτα. Συνέχισε να νέμεται την Αίνο μέχρι το 1457 όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη. Το 1568 ο Βενετός ναύαρχος Νικόλο Κανάλε, με 26 πλοία κατέλαβε την Αίνο, την Λήμνο και την Ίμβρο. Κατά την επιδρομή τους κατέσκαψαν τα τείχη, έβαλαν φωτιά στην πόλη, σκότωσαν πολλούς κατοίκους και πήραν μαζί τους στην Εύβοια 2.000 αιχμαλώτους. Η πόλη όμως αναπτύχθηκε ξανά.[3]
Οι ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν κυρίως στη θρακική ακτή της Προποντίδας, όπου και η αρχαία εμπορική πόλη της Ραιδεστού και τα 28 χωριά των Γανοχώρων πάνω και γύρω από το μοναστικό κέντρο του όρους Γάνος, καθώς και αριθμός μικρών πόλεων, όπως οι Επιβάτες, το Εξάστερο και η Σηλύβρια, οχυρό έρεισμα του ευρύτερου αμυντικού συστήματος της Κωνσταντινούπολης. Στον Κόλπο του Σάρου, στις ακτές του Αιγαίου πλέον, και μέχρι τις εκβολές του Έβρου, όπου και η αρχαία πόλη της Αίνου, κατοικούσαν κατά πλειοψηφία Έλληνες. Ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, στις ακτές του Ευξείνου και στις περιφέρειες της Αδριανούπολης, των Σαράντα Εκκλησιών και των βουνών της Στράντζας.
Ο υπόλοιπος πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης, σχεδόν το μισό του συνολικού πληθυσμού, αποτελούσε ένα εθνοτικό αμάλγαμα από Τούρκους, Αλβανούς μουσουλμάνους, Βουλγάρους, Αρμένιους, Τσιγγάνους, Εβραίους και χριστιανούς Τούρκους (Γκαγκαούζους). Οι Έλληνες της Θρακικής χερσονήσου και του Ελλησπόντου κατοικούσαν εκτός από την Καλλίπολη σε αριθμό μικρών χωριών και κωμοπόλεων, όπως η Μάδυτος.[2]
Αίνος: Πόλη της Θράκης στην Ανατολική όχθη των εκβολών του ποταμού Έβρου κοντά στη λιμνοθάλασσα Στεντορίδα. Την πόλη αναφέρει ο Όμηρος ως σύμμαχο των Τρώων. Αρχικά η πόλη ονομαζόταν Πολτι(υ)μβρία ή Πολτι(υ)ομβρία από το όνομα του Πόλτι(υ)ος, μυθικού βασιλιά της Θράκης και οικιστή της πόλης. Ο Ηρόδοτος την ονομάζει Αιολίδα λόγω του εποικισμού της κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα από Αιολείς της Κύμης, της Μυτιλήνης και της Αλωπεκονήσου. Αργότερα η πόλη έγινε μέλος της Α΄ Αθηναϊκής συμμαχίας. Κατόπιν περιήλθε στην εξουσία του Φιλίππου και στη συνέχεια των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου αρχικά τους Σελευκίδες και έπειτα τους Πτολεμαίους. Το 205 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η πόλη ανήκε στο Θέμα της Θράκης και στην Επαρχία Ροδόπης. Το 1354 μ.Χ. η Αίνος πέρασε στα χέρια του Γενουάτη Φραγκίσκου Γατελούζου.[4]
Το 1456 κυριεύθηκε η Αίνος, το τελευταίο ίχνος φραγκοκρατίας στη Θράκη. Πριν από την άλωση της Πόλης το 1453 η Αίνος είχε περιέλθει στην κυριαρχία του Γενουάτη άρχοντα της Ίμβρου Δόρια ο οποίος πλήρωνε στον Μωάμεθ τον Β’ 2.000 δουκάτα. Συνέχισε να νέμεται την Αίνο μέχρι το 1457 όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη. Το 1568 ο Βενετός ναύαρχος Νικόλο Κανάλε, με 26 πλοία κατέλαβε την Αίνο, την Λήμνο και την Ίμβρο. Κατά την επιδρομή τους κατέσκαψαν τα τείχη, έβαλαν φωτιά στην πόλη, σκότωσαν πολλούς κατοίκους και πήραν μαζί τους στην Εύβοια 2.000 αιχμαλώτους. Η πόλη όμως αναπτύχθηκε ξανά.[3]
Αίνος, Ναός Αγίας Κυριακής Εσωτερική άποψη προς τα βορειοανατολικά |
Στη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Αίνου (τέλη του 19ου αιώνα) ανήκαν οι εξής οικισμοί:
α) Αίνος (Enez) με πληθυσμό ελληνικό από τον Καζά Αίνου,
β) Αρβανίτες (σημερινό Isikli),
γ) Μποράορι ή Μπαραούρο (σημερινό Baragi),
δ) Κιζκαπάν ή Κιγκαμπάν (Kizkapan),
ε) Τσελεμπή (Çelebi),
στ) Γιαπουλντάκ ή Γιαμαλντάκ (Yapıldak) από τον Καζά Κεσάνης,
ζ) Κόζκορη ή Κόσχορι (σημερινό Kocahıdır),
η) Αχούρια ή Αχίρκιοϊ (σημερινό Ahir) από τον Καζά Σουφλίου,
θ) Αμυγδαλιά (σημερινό Çavuşköy),
Χάρτης Μητρόπολης Αίνου στο GoogleMap |
ια) Μαΐστρος (σημερινό Yenice),
ιβ) Διασορνή ή Διασορανέλλα ή Μικρά Διόσα (σημερινό Küçükevren),
ιγ) Αγίασμα (σημερινό Kocaali),
ιδ) Κεμερλή (σημερινό Şehitler) από τον Καζά Αίνου,
ιε) Καβατζήκι (σημερινή Λευκίμμη),
ιστ) Πασμακτσή (σημερινό Τριφύλλι),
ιζ) Τεκέ (σημερινή Ταύρη),
ιη) Μαρχαμλί (σημερινός Πέπλος),
ιθ) Πιζμάνικιοϊ (σημερινή Πισμάνη) από τον Καζά Σουφλίου εκ των οποίων τα τρία τελευταία Εξαρχικά,
κ) Ρουμτζούκι (σημερινός Δορίσκος),
κα) Φερετζίκ (σημερινές Φέρρες),
κβ) Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη),
κγ) Δογάν Χισάρ (σημερινό Αετοχώri),
κδ) Γενίκιοϊ (σημερινή Iάνα),
κε) Bάδομα (σημερινός Ποταμός),
κστ) Δερβέντ (σημερινός Aβάς),
κζ) Nτομούζντερε (σημερινή Nίψα),
κη) Λιτζάκιοϊ (σημερινός Λουτρός),
κθ) Tσάμερεν (σημερινά Πεύκα),
λ) Mπαλίκιοϊ (σημερινή Mελία) και
λα) Tουρμπαλί (σημερινή Πυλαία) από τον Καζά Δεδέ αγάτς εκ των οποίων τα εννέα τελευταία Εξαρχικά.
Τον Νοέμβριο του 1922 οι 17 τελευταίοι οικισμοί συμπεριλήφθηκαν στη νεοσύστατη Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως. Η έδρα του Μητροπολίτη είχε μεταφερθεί το 1909 στο Δεδέ Αγάτς (σημερινή Αλεξανδρούπολη).[4]
Βιλαέτι Αδριανουπόλεως |
Οι κάτοικοι της Αίνου ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική, την γεωργία, την αμπελουργία και την κηπουρική. Σημειώνονται οι συντεχνίες των γεωργών (ρετζεπερηδων), των κηπουρών (μπαχτσεβάνηδων) των καραβοκυραίων, των ψαράδων, των μαγαζιτήδων, των γουναράδων, των κτιστών (δουλγέρηδων), των πεταλωτών (αλμπάνηδων), των αμπελουργών, των ραπτάδων, των υφασματεμπόρων (μπεζασήδων), των μπακάληδων, των αρτοποιών, των πραγματευτάδων, των καφετζήδων κλπ.
Οι συντεχνίες συνέβαλλαν στην ίδρυση ελληνικών εκκλησιών. Η εκκλησία της Αγ. Κυριακής είχε χτιστεί με έξοδα της συντεχνίας των καραβοκυραίων και αυτή του Αγ. Βλασίου από τη συντεχνία των τσουκαλάδων. Η αγγειοπλαστική και το εξαγωγικό εμπόριο των πίθων αποτέλεσαν σημαντικότατη οικονομική πηγή για τους Αινίτες που απέφερε μεγάλα έσοδα που διέθεσαν στην ίδρυση και επισκευή εκκλησιών καθώς και για τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.
Το λιμάνι της Αίνου στις εκβολές του Έβρου, δεν είχε βάθος περισσότερο από 35-70 εκατοστά. Τα πλοία αγκυροβολούσαν σε μακρινή απόσταση και η μεταφορά των εμπορευμάτων προς την Αδριανούπολη και προς τα άλλα αστικά κέντρα κοντά στον Έβρο πραγματοποιούνταν με σχεδίες. Κατά τον Γάλλο περιηγητή a. Viquesnel, οι ποσότητες δημητριακών οι οποίες έφταναν στα 1847 από τον Έβρο στην Αίνο έφταναν τα 1.500.000 κιλά. Στην Αίνο φορτώνονταν ακόμη ποσότητες καπνού, αλατισμένων ψαριών, αλατιού, βδελλών, πήλινων σκευών και αργίλλου, μαλλιού, μεταξιού, δερμάτων, τυριού και κρασιού.
Μέχρι το 1878 γνώρισε μεγάλη ακμή οπότε και ιδρύθηκε το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), στο οποίο συνέρευσαν οι περισσότεροι κάτοικοί της. Η παρακμή της Αίνου οφείλεται σε δυο λόγους. Από τη μια το λιμάνι της Αίνου έχασε τη σημαντικότητα του διότι η ύλις του Έβρου το έκανε αβαθές και ακατάλληλο για προσέγγιση πλοίων. Κατά δεύτερο λόγο η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής με τελική απόληξη το Δεδέαγατς έστρεψε το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Θράκης προς τη νέα πόλη. Πολύτιμη χαρακτηρίζεται η συμβολή των Αινιτών στην επανάσταση του 1821 κατά τις ναυτικές επιχειρήσεις.
Αίνος, ναός Αγίου Βλασίου Εντοιχισμένη επιγραφή |
Στα 1873 μνημονεύονται στο γεωγραφικό τμήμα της Αίνο 6 ελληνικά σχολεία. 4 στην Αίνο και 2 στα χωριά Μαϊστρο και Αγίασμα) με 300 μαθητές, στα 1811 11 σχολεία με 500 μαθητές, στα 1885 5 ελληνικά σχολεία με 250 μαθητές στα 1905 24 ελληνικά σχολεία με 1.035 μαθητές στην Αίνο (Αστική σχολή και παρθεναγωγείο καθώς και στα χωριά Μαϊστρο, Αμυγδαλιά, Διασόρνι, Αγίασμα, Κεμερλή, Τσελεμπή, Ασαρλή και Κόζκορι. Το 1873 υπήρχαν στην Αίνο 4 σχολεία με 200 μαθητές, 4 δασκάλους, και ο αριθμός των κάτοικων ανερχόταν στις 4.000, ενώ το 1884 λειτουργούσε ελληνική σχολή με 30 μαθητές και 1 δάσκαλο, 2 δημοτικά με 90 μαθητές και 2 δασκάλους και Παρθεναγωγείο με 80 μαθήτριες και 1 δάσκαλο και ο αριθμός των κατοίκων ανερχόταν στις 3.000. Το 1884 καταγράφονται επίσης και 750 τουρκόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι. Στις αρχές του 19ου η ελληνική κοινότητα της Αίνου συντηρούσε και νοσοκομείο με 14 δωμάτια ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα δραστηριοποιούνταν ο σύλλογος «Ευαγγελισμός». Τα περίφημα σχολεία της Αίνου, το νοσοκομείο της και το αναγνωστήριο ο «Ευαγγελισμός», λειτούργησαν χάρη στις δωρεές του μητροπολίτη της Αίνου Σωφρόνιου, του αρχιδιάκονου του Ιεροσολυμητικού θρόνου Ιώβ, του Κωνστ. Κουτσουρέλη και άλλων.
Στα τέλη του 1915 οι Αινίτες εκτοπίστηκαν και διασκορπίστηκαν στα Μάλγαρα. Τότε καταστράφηκαν και 15 από τις 17 εκκλησίες και παρεκκλήσια κατά την ομολογία του αρχιαστυνόμου της Αίνου Γιουσούφ Ζία. Όπως και να διαρπάζονται 1900 τόμοι της ιστορικής βιβλιοθήκης του ελληνικού σχολείου. Μετά την Ανακωχή των Μουδανιών η Αίνος παραδόθηκε σε μια διασυμμαχική επιτροπή η οποία σχεδόν αυθημερόν την παρέδωσε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι από τους Αινίτες εγκαταστάθηκαν στην Αλεξανδρούπολη.[3]
Μια άλλη ομαδοποιημένη παρουσίαση πόλεων και χωριών της Θράκης του
περασμένου αιώνα και συγκεκριμένα της περιοχής της Αίνου, περιλαμβάνεται
σε έκθεση του εκπαιδευτικού Ν. Γ. Χατζόπουλου, που είναι γραμμένη στις
Φέρρες στις 2 Μαΐου 1882. Σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων αναφέρονται:
Αίνος, Ναός Ζωοδόχου Πηγής
ή Χρυσοπηγής Εντοιχισμένη επιγραφή |
ΑΙΝΟΣ: «Πόλις παράλιος κειμένη εις
την αριστεράν όχθην και παρά τας εκβολάς του Έβρου. Αρχαιοτάτη
μνημονευομένη και παρ’ Ομήρου εν τοις στοιχείοις Β΄ και Δ΄ της Ιλιάδος.
Προ της συστάσεως του Δεδέαγατς ήτο η αποθήκη του εμπορίου της
Νοτιοδυτικής Θράκης από Παζαρτζηκίου και των λοιπών μερών μέχρις Αίνου
και ενηργείτο ευρύ εμπόριον εξαγωγής σιτηρών. Διότι εφορτώνοντο ετησίως
3-4 πολλάκις δε και 5 εκατομμύρια κοιλά Κωνσταντινουπόλεως. Προ 40-50
ετών ηρίθμει υπέρ τας δύω χιλιάδας οικίας. Νυν δεν μόλις αριθμεί
800-900 ων αι 100-130 εισίν οθωμανικαί αι δε λοιπαί ελληνικαί. Έχει
σχολεία καλώς συντηρούμενα δια κληροδοτημάτων, οία Ελλ. Σχολήν,
Δημοτικήν, Παρθεναγωγείον, εφέτος δε εσυστήθη Νηπιαγωγείον».
ΜΑΪΣΤΡΟΣ: «Χωρίον Ελλ. προς ανατολάς της Αίνου κείμενον και ταύτης απέχον περί την μίαν ώραν. Ελλ. οικογένειαι 100».
ΜΑΪΣΤΡΟΣ: «Χωρίον Ελλ. προς ανατολάς της Αίνου κείμενον και ταύτης απέχον περί την μίαν ώραν. Ελλ. οικογένειαι 100».
Αμυγδαλιά (σημ. Çavuşköy), Μονή Παναγίας Σκαλωτής |
ΚΟΣΚΟΡΙ: «Το χωρίον τούτο ηρίθμει προ 70-80 ετών υπέρ τας 400 ελληνικάς οικογενείας. Κείμενον όμως εν τω μέσω Κεσσάνης και Κυψάλων διεσκορπίσθη ένθεν μεν ένεκα των ανυποφόρων αυθαιρεσιών των τότε αναλγήτων Οθωμανών, ένθεν δε ένεκα του νοσώδους αυτού κλίματος. Διότι επί πεδιάδος τελματώδους και εν μέσω δύω λιμνών εν αις αλιεύονται άφθονοι και ωραίοι κυπρίνοι και εγχέλεις. Περιέχει νυν μόλις 15-20 ελληνικάς οικογενείας και ισαρίθμους βουλγαρικάς μετοικησάσας εις το χωρίον τούτο εκ των Βουλγαρικών χωρίων του τμήματος Φερρών».[5]
Πηγές
[1] Από το Δεδέαγατς στην Αλεξανδρούπολη, Τεμιρτσίδη Μαρία ΑΠΘ 2009
[2] Μνεία της καθ' ημάς Ανατολής
[3] Εθνολογικό Μουσείο Θράκης
[4] ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΙΝΟΥ
[5] Νεώτερη Ελληνική Ιστορία
Φωτογραφίες
1. Οι φωτογραφίες προέρχονται από το "ΘΡΑΚΗ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ - Το Οδοιπορικό του Γεωργίου Λαμπάκη (1902)", Ευγενία Χαλκιά, Βασιλική Χόρτη, Απόστολος Γ. Μαντάς David Hardy, Γιασμίνα Μωυσείδου Υπουργείο Πολιτισμού. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 2007
2. Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης (Χάρτης Βιλαετίου Αδριανουπόλεως)