Ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως,
Τραϊανουπόλεως και Σαμοθράκης ΑΝΘΙΜΟΣ
Τραϊανουπόλεως και Σαμοθράκης ΑΝΘΙΜΟΣ
Προς τους ευλαβείς Πρεσβυτέρους της Ιεράς μας Μητροπόλεως και τους ευσεβείς χριστιανούς της πόλεως, της Νήσου και των χωριών μας
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ἀπόψε ὁ Τάφος τῆς Γεθσημανῆ ἄνοιξε ἐκ τῶν ἔσω καὶ ὁ μεγάλος Νεκρὸς
ἀναστήθηκε. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του διατηρήθηκε ἀναμάρτητο καὶ ἡ θεία φύση
Του τὸ ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ Χριστός, ποὺ ὡς Θεὸς ποτὲ δὲν ἔλλειψε
ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἔζησε γιὰ 33 χρόνια στὴ γῆ, κοντά μας καὶ μαζί μας
ὡς ἄνθρωπος, μὲ σκοπὸ νὰ ἀνεβάσει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του στὸν οὐρανό καὶ
νὰ τὸ ἐνσωματώσει μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός, ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητὲς καὶ στὶς μαθήτριές Του, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: «Χαίρετε». Αὐτὸς ὁ χαιρετισμὸς παρέμεινε σὲ χρήση μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ φανερώνει μιὰ πρόταση ζωῆς. Ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς νὰ χαιρόμαστε. Τὰ Εὐαγγέλια ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν μὲ τὴν χαρά: οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ βρέφος στὴ φάτνη, ἐπέστρεψαν στὰ χειμαδιά τους «δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες» (Λουκ. β΄ 20) καὶ οἱ Ἀπόστολοι, μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἐπέστρεψαν στὰ Ἱεροσόλυμα «μετὰ χαρᾶς μεγάλης» (Λουκ. κδ΄52). Ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου ἦταν μιὰ προσπάθεια νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος μὲ τὴ χαρά: «ἐσεῖς τώρα λυπόσαστε· ὅμως θὰ σᾶς δῶ καὶ πάλι καὶ θὰ χαρεῖ ἡ καρδιά σας, καὶ τὴ χαρά σας κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσει» (Ἰω.16, 21-22).
Σήμερα ὁ κόσμος μας εἶναι κατηφής. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι σκυθρωπὴ καὶ ὁ σύνολος πολιτισμός μας ἀποπνέει θανατίλα. Οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα κι ὅταν ἔχουμε τὰ πάντα, δὲν χαιρόμαστε ἢ κρύβουμε τὴ χαρά μας μ’ ἕνα παγερὸ καὶ ἀνέκφραστο προσωπεῖο. Τὰ νέα παιδιά μας διερωτῶνται μὲ συνθήματα στοὺς τοίχους: «ἆραγε, ὑπάρχει ζωὴ πρὶν τὸ θάνατο;» καὶ βεβαιώνουν: «πεθαίνουμε στὰ 20 καὶ μᾶς κηδεύετε στὰ 80 μας». Ὑποπτεύομαι ὅτι τώρα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, χρειαζόμαστε τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ ἄγγελμα τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ ἐπαγγέλεται ὁ Χριστός; Πότε μπορεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νὰ χαρεῖ καὶ μάλιστα μὲ τέτοια χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει;
Ὁ ἄνθρωπος χαίρεται ὅταν θυμᾶται ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα. Ἀφοῦ τὰ δημιούργησε, προνοεῖ καὶ γιὰ ὅλα. Ἄρα λοιπόν, δὲν ὑπάρχουμε ὡς ἀποτέλεσμα ζαριᾶς, οὔτε συμπτώσεων. Στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας δὲν εἴμαστε μονάχοι, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι. Ἐπιτρέπει νίκες, παραχωρεῖ ἦττες, μᾶς ἐμφανίζεται λίγο καὶ χάνεται πάλι, μᾶς φορτώνει σταυροὺς καὶ χαλυβδώνει τὴν ἀντοχή μας, μᾶς φωτίζει τὶς σκοτεινὲς τοῦ βίου μας νύχτες, μᾶς περνάει ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη γιὰ νὰ σκοτώσει τὴν πλήξη μας, μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ὀμορφιὲς τῶν γηρατειῶν ἢ μᾶς ξαναπαίρνει κοντά Του νέους, μᾶς χαμογελάει πίσω ἀπὸ τὶς ἀρρώστειές μας ἢ μᾶς σκουπίζει τὰ δάκρυα τοῦ πόνου, συμμερίζεται τὴ ζωή μας καὶ τὴ μπολιάζει μὲ τὴ δική Του, ὥστε νὰ ζήσουμε γιὰ πάντα στὸ Σῶμα Του καὶ στὸ Αἷμα Του, μετατρέπει τὴ ζωή μας σὲ ἀκριβὴ ἐμπειρία καὶ τὸ θάνατό μας σὲ ἀνάλαφρο ὕπνο. Μᾶς χαρίζει τὴν Ἀνάστασή Του γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε ποτέ. Μᾶς ὀνομάζει ἀδελφούς Του καὶ μᾶς ἀποκαλεῖ φίλους Του. Μᾶς χαρίζει τὸν ἑαυτό Του καὶ μᾶς κληροδοτεῖ τὴ Βασιλεία Του.
Ἔ, λοιπόν! Μὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ γιὰ Πατέρα, εἶναι κανεὶς ποὺ νὰ μὴ χαίρεται; Ὑπάρχει λύπη ποὺ θὰ μᾶς καταβάλει; Ὑπάρχει πόνος ποὺ θὰ μᾶς γονατίσει; Ὑπάρχει φόβος ποὺ θὰ μᾶς φοβίσει; Αὐτὸς ποὺ ντύνει τὰ ἄγρια κρίνα τῶν ἀγρῶν, αὐτὸς ποὺ ταΐζει τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ (Ματθ. 6, 26-28), Αὐτὸς μᾶς φροντίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του. Ὅσα ἔγιναν, ὅσα γίνονται κι ὅσα θὰ γίνουν στὴ γῆ μας, εἶναι ἐκφάνσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Προνοίας Του γιὰ μᾶς. Ἕνας τέτοιος Θεὸς δὲν μᾶς ζητάει τίποτε ἀπολύτως. Μᾶς δίδει τὰ πάντα καὶ χτυπάει τὴν πόρτα μας, ὥστε νὰ τοῦ ἀνοίξουμε καὶ νὰ μᾶς βάλει νὰ καθίσουμε μαζί Του στὸ θρόνο Του (Ἀποκ. 3, 20).
Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς μας. Τῆς χαρᾶς, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀφαιρέσει ἀπὸ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ἡ λύτρωση, ἡ εὐλογία, ἡ Ἀνάσταση, ἡ σωτηρία εἶναι ἐξασφαλισμένα πλέον γιὰ μᾶς. Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς, ποὺ μᾶς δώθηκαν γιὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ ἡ Πίστη μας, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη, δὲν ἀπαντάει σὲ ἀπορίες, δὲν λύνει προβλήματα, δὲν ἐπιβάλλει φορτία καὶ ὑποχρεώσεις. Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη, μόνο ρωτάει τὸν καθένα μας: «Ποῦ βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς σας;». Καὶ ἡ ἀπάντησή μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς μας εἶναι κρεμασμένος στὸ ξύλο. Ὁ ἔρωτας τῆς ψυχῆς μας σταυρώθηκε. Ἡ ζωή μας ἀναστήθηκε. Τίποτε πεσμένο δὲν ὑπάρχει γύρω μας. Τίποτε πεθαμένο δὲν ὑπάρχει μέσα μας. «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι...καὶ πάντες εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀφήσουμε τίποτε νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, «οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἄλλες οὐράνιες δυνάμεις, οὔτε παρόντα οὔτε μέλλοντα, οὔτε κανεὶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ἀπὸ τὸν ἅδη νὰ μπορέσει ποτὲ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς, ὅπως μᾶς φανερώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 38-39).
Ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός, ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητὲς καὶ στὶς μαθήτριές Του, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: «Χαίρετε». Αὐτὸς ὁ χαιρετισμὸς παρέμεινε σὲ χρήση μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ φανερώνει μιὰ πρόταση ζωῆς. Ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς νὰ χαιρόμαστε. Τὰ Εὐαγγέλια ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν μὲ τὴν χαρά: οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ βρέφος στὴ φάτνη, ἐπέστρεψαν στὰ χειμαδιά τους «δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες» (Λουκ. β΄ 20) καὶ οἱ Ἀπόστολοι, μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἐπέστρεψαν στὰ Ἱεροσόλυμα «μετὰ χαρᾶς μεγάλης» (Λουκ. κδ΄52). Ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου ἦταν μιὰ προσπάθεια νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος μὲ τὴ χαρά: «ἐσεῖς τώρα λυπόσαστε· ὅμως θὰ σᾶς δῶ καὶ πάλι καὶ θὰ χαρεῖ ἡ καρδιά σας, καὶ τὴ χαρά σας κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσει» (Ἰω.16, 21-22).
Σήμερα ὁ κόσμος μας εἶναι κατηφής. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι σκυθρωπὴ καὶ ὁ σύνολος πολιτισμός μας ἀποπνέει θανατίλα. Οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα κι ὅταν ἔχουμε τὰ πάντα, δὲν χαιρόμαστε ἢ κρύβουμε τὴ χαρά μας μ’ ἕνα παγερὸ καὶ ἀνέκφραστο προσωπεῖο. Τὰ νέα παιδιά μας διερωτῶνται μὲ συνθήματα στοὺς τοίχους: «ἆραγε, ὑπάρχει ζωὴ πρὶν τὸ θάνατο;» καὶ βεβαιώνουν: «πεθαίνουμε στὰ 20 καὶ μᾶς κηδεύετε στὰ 80 μας». Ὑποπτεύομαι ὅτι τώρα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, χρειαζόμαστε τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ ἄγγελμα τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ ἐπαγγέλεται ὁ Χριστός; Πότε μπορεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος νὰ χαρεῖ καὶ μάλιστα μὲ τέτοια χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει;
Ὁ ἄνθρωπος χαίρεται ὅταν θυμᾶται ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα. Ἀφοῦ τὰ δημιούργησε, προνοεῖ καὶ γιὰ ὅλα. Ἄρα λοιπόν, δὲν ὑπάρχουμε ὡς ἀποτέλεσμα ζαριᾶς, οὔτε συμπτώσεων. Στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας δὲν εἴμαστε μονάχοι, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι. Ἐπιτρέπει νίκες, παραχωρεῖ ἦττες, μᾶς ἐμφανίζεται λίγο καὶ χάνεται πάλι, μᾶς φορτώνει σταυροὺς καὶ χαλυβδώνει τὴν ἀντοχή μας, μᾶς φωτίζει τὶς σκοτεινὲς τοῦ βίου μας νύχτες, μᾶς περνάει ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη γιὰ νὰ σκοτώσει τὴν πλήξη μας, μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ὀμορφιὲς τῶν γηρατειῶν ἢ μᾶς ξαναπαίρνει κοντά Του νέους, μᾶς χαμογελάει πίσω ἀπὸ τὶς ἀρρώστειές μας ἢ μᾶς σκουπίζει τὰ δάκρυα τοῦ πόνου, συμμερίζεται τὴ ζωή μας καὶ τὴ μπολιάζει μὲ τὴ δική Του, ὥστε νὰ ζήσουμε γιὰ πάντα στὸ Σῶμα Του καὶ στὸ Αἷμα Του, μετατρέπει τὴ ζωή μας σὲ ἀκριβὴ ἐμπειρία καὶ τὸ θάνατό μας σὲ ἀνάλαφρο ὕπνο. Μᾶς χαρίζει τὴν Ἀνάστασή Του γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε ποτέ. Μᾶς ὀνομάζει ἀδελφούς Του καὶ μᾶς ἀποκαλεῖ φίλους Του. Μᾶς χαρίζει τὸν ἑαυτό Του καὶ μᾶς κληροδοτεῖ τὴ Βασιλεία Του.
Ἔ, λοιπόν! Μὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ γιὰ Πατέρα, εἶναι κανεὶς ποὺ νὰ μὴ χαίρεται; Ὑπάρχει λύπη ποὺ θὰ μᾶς καταβάλει; Ὑπάρχει πόνος ποὺ θὰ μᾶς γονατίσει; Ὑπάρχει φόβος ποὺ θὰ μᾶς φοβίσει; Αὐτὸς ποὺ ντύνει τὰ ἄγρια κρίνα τῶν ἀγρῶν, αὐτὸς ποὺ ταΐζει τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ (Ματθ. 6, 26-28), Αὐτὸς μᾶς φροντίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του. Ὅσα ἔγιναν, ὅσα γίνονται κι ὅσα θὰ γίνουν στὴ γῆ μας, εἶναι ἐκφάνσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Προνοίας Του γιὰ μᾶς. Ἕνας τέτοιος Θεὸς δὲν μᾶς ζητάει τίποτε ἀπολύτως. Μᾶς δίδει τὰ πάντα καὶ χτυπάει τὴν πόρτα μας, ὥστε νὰ τοῦ ἀνοίξουμε καὶ νὰ μᾶς βάλει νὰ καθίσουμε μαζί Του στὸ θρόνο Του (Ἀποκ. 3, 20).
Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς μας. Τῆς χαρᾶς, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀφαιρέσει ἀπὸ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ἡ λύτρωση, ἡ εὐλογία, ἡ Ἀνάσταση, ἡ σωτηρία εἶναι ἐξασφαλισμένα πλέον γιὰ μᾶς. Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς, ποὺ μᾶς δώθηκαν γιὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ ἡ Πίστη μας, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη, δὲν ἀπαντάει σὲ ἀπορίες, δὲν λύνει προβλήματα, δὲν ἐπιβάλλει φορτία καὶ ὑποχρεώσεις. Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας Πίστη, μόνο ρωτάει τὸν καθένα μας: «Ποῦ βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς σας;». Καὶ ἡ ἀπάντησή μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς μας εἶναι κρεμασμένος στὸ ξύλο. Ὁ ἔρωτας τῆς ψυχῆς μας σταυρώθηκε. Ἡ ζωή μας ἀναστήθηκε. Τίποτε πεσμένο δὲν ὑπάρχει γύρω μας. Τίποτε πεθαμένο δὲν ὑπάρχει μέσα μας. «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι...καὶ πάντες εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἀφήσουμε τίποτε νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, «οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἄλλες οὐράνιες δυνάμεις, οὔτε παρόντα οὔτε μέλλοντα, οὔτε κανεὶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἢ ἀπὸ τὸν ἅδη νὰ μπορέσει ποτὲ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς, ὅπως μᾶς φανερώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 38-39).
Λοιπὸν ἀδελφοί, νὰ χαίρεστε «ἐν Κυρίῳ» πάντοτε, πάλι θὰ σᾶς τὸ ξαναπῶ, νὰ χαίρεστε!
Χριστὸς Ἀνέστη! ἀδελφοί καὶ τέκνα ἀγαπητά.
Εὐχέτης στὸν Ἀναστάντα ὑπὲρ πάντων ἡμῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΑΝΘΙΜΟΣ