Η μελέτη του Mουσείου Φυσικής Ιστορίας Αλεξανδρούπολης είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αυτό θα γινόταν στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα του ποταμού Έβρου, περιοχή γνωστή για τα χερσαία, τα υγροτοπικά και τα θαλάσσια οικοσυστήματά της.
Ως τόπος χωροθέτησης του κτιρίου επιλέχθηκε ο Πλατανότοπος Μαΐστρου, στα βορειοανατολικά της περιακτικής περιοχής της Αλεξανδρούπολης, ένα τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους το οποίο οι μελετητές θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψη ώστε να μη διαταραχθεί από βίαιους χειρισμούς αλλά και να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες της φύσης.
Το κτίριο δεν έπρεπε να προκαλεί με τον όγκο και την αισθητική του, αλλά αντίθετα έπρεπε να αποτελεί ένα καινούριο στοιχείο, πλήρως εναρμονισμένο με την κλίμακα και τη λιτότητα του τοπίου. Να φαίνεται δηλαδή ότι είναι αναπόσπαστο μέρος του, ενώ ταυτόχρονα να αναδεικνύει όλα τα αγαθά της προικισμένης φύσης.
Επιχειρήθηκε, λοιπόν, ένας αρχιτεκτονικός χειρισμός, που οδήγησε στη συγκεκριμένη σημειολογία. Ένα κομμάτι φλοιού γης, τριγωνικού σχήματος, ανασηκώνεται από τη μια πλευρά του, με σημείο άρθρωσης επί του εδάφους την κορυφή - σημείο συνάντησης των δύο ίσων πλευρών του. Εξασφαλίζεται έτσι μια εύκολη πρόσβαση στο υψηλότερο σημείο του δώματος, που αποτελεί ένα ενδιαφέρον παρατηρητήριο των έμβιων όντων και της μορφολογίας του τοπίου. Αποκαλύπτονται, ακόμη, κάτω από το φλοιό αυτό χώροι, όπου προβάλλονται τ’ αγαθά και πλεονεκτήματα της πλούσιας γης και παρέχεται η απαραίτητη ενημέρωση, ώστε να αποκτηθεί η τόσο σημαντική για τη συνέχεια της ζωής περιβαλλοντική παιδεία των πολιτών.