Είναι μια εξέλιξη που πιθανότατα έχει περάσει απαρατήρητη. Τους τελευταίους μήνες, οι γυρολόγοι που έψαχναν τους μπλε κάδους για χαρτόνια ή άλλα υλικά έχουν σχεδόν χαθεί από τους δρόμους της Αθήνας.
Πρόκειται ίσως για την πιο επιφανειακή εκδήλωση ενός πολύ σοβαρού
προβλήματος, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη εδώ και 1,5 έτος. Η απάντηση
στο τι έχει συμβεί βρίσκεται άλλοτε δεκάδες και άλλοτε εκατοντάδες
χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στις στοίβες από ανακυκλώσιμα υλικά που συσσωρεύονται στα κέντρα διαλογής. Το σύστημα ανακύκλωσης στη χώρα μας έχει υποστεί έμφραγμα και για πολλούς, ακόμα και η ύπαρξή του απειλείται ευθέως.
Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό. Ξεκίνησε για όλη την Ευρωπαϊκή Eνωση
το 2017, όταν η Κίνα, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως ανακυκλώσιμων
υλικών, ανακοίνωσε ότι σταματά να εισάγει ανακυκλωμένο πλαστικό και στη
συνέχεια έθεσε πολύ αυστηρούς περιορισμούς και για το χαρτί/χαρτόνι. Με
δεδομένη την πολύ περιορισμένη απορρόφηση ανακυκλώσιμων υλικών από την
ελληνική βιομηχανία, το πρόβλημα άρχισε σταδιακά να παίρνει διαστάσεις.
Σύντομα, τα κέντρα διαλογής ανακυκλώσιμων υλικών (ΚΔΑΥ), εκεί όπου
καταλήγει ο μπλε κάδος και οι μονάδες διαλογής ανακυκλώσιμων από
σύμμεικτα απορρίμματα άρχισαν να έχουν πρόβλημα, καθώς αδυνατούσαν να
πουλήσουν τα υλικά σε αξιοπρεπείς τιμές.
«Η ζήτηση μειώθηκε δραστικά. Οι συνέπειες φάνηκαν από την πρώτη
στιγμή, αλλά άρχισαν να εντείνονται καθώς οι ποσότητες των ανακυκλώσιμων
συσσωρεύονταν. Για παράδειγμα, στα μέταλλα η τιμή έπεσε από 130
ευρώ/τόνο το 2017 στα 80 ευρώ/τόνο σήμερα. Το PET (σ.σ. υλικό από το
οποίο κατασκευάζονται τα μπουκάλια νερού) έπεσε από 400 ευρώ/τόνο στις
αρχές του 2019 στα 280 ευρώ/τόνο», εξηγεί στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο
Θανάσης Κατρής, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας WATT. «Οταν τα βασικά
υλικά των μπλε κάδων είναι χαρτί, χαρτόνι και πλαστική σακούλα, είναι
επόμενο να δημιουργείται ζήτημα βιωσιμότητας στα ΚΔΑΥ. Πολύ χειρότερη
είναι η κατάσταση με τη διαλογή ανακυκλώσιμων από σύμμεικτα σκουπίδια
(σ.σ. μοντέλο που ακολουθούν οι μεγάλες μονάδες που έχουν γίνει με
ΣΔΙΤ), καθώς η ποιότητα των ανακυκλώσιμων είναι κακή».
«Οι εισαγωγές της Κίνας σε χαρτί και χαρτόνι έπεσαν από 32 εκατ.
τόνους το 2017 σε 17 εκατ. τόνους το 2018 και 12 εκατ. τόνους το 2019»,
εξηγεί ο Βαγγέλης Κοπανάς, υπεύθυνος παραγωγής της Mari Recycling. «Από
την 1η Ιανουαρίου 2019 η Κίνα όρισε ότι θα εισάγει χαρτί μόνο από τις
χώρες στις οποίες διατηρεί ελεγκτικό γραφείο: Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία,
Ιταλία, Ισπανία και Ολλανδία. Ετσι η εισαγωγή από Ελλάδα σταμάτησε
εντελώς. Αυτό έφερε αναταράξεις: έτσι το χαρτόνι από 170-180 ευρώ/τόνο
το 2017, σήμερα πωλείται προς 25-30 ευρώ/τόνο. Αυτός είναι και ο λόγος
που δεν βλέπετε πλέον γυρολόγους: σταμάτησε η “ρευματοκλοπή” (σ.σ. η
αφαίρεση υλικών από τους μπλε κάδους) γιατί δεν συμφέρει πλέον, αφού τα
υλικά δεν έχουν αξία».
Η εγχώρια ζήτηση παραμένει μικρή. Τα ΚΔΑΥ στηρίζονται από την
Ελληνική Εταιρεία Αξιοποίησης Ανακύκλωσης (ΕΕΑΑ), η οποία επιδοτεί την
πώληση ανακυκλώσιμων υλικών, ώστε οι μονάδες να είναι βιώσιμες. Ομως
πλέον αυτό δεν επαρκεί. «Η ΕΕΑΑ προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα
της μείωσης των τιμών των δευτερογενών υλικών θέτοντας το βάρος της
προσπάθειάς της στο να παραμείνουν ανοιχτά τα ΚΔΑΥ», εξηγεί ο Δημήτρης
Παπασωτηρίου, διευθυντής μάρκετινγκ και ΟΤΑ της ΕΕΑΑ. «Ετσι μεταφέρει
πόρους από άλλες δραστηριότητές της με τη μορφή πρόσθετης οικονομικής
ενίσχυσης προς τα ΚΔΑΥ».
Το υπουργείο Περιβάλλοντος προσπαθεί και αυτό να βρει λύσεις στις
εγχώριες επιπτώσεις ενός διεθνούς ζητήματος. «Γνωρίζουμε το έμφραγμα που
έχει δημιουργηθεί στην αγορά δευτερογενών υλικών. Σε αυτή τη φάση
μελετούμε πώς μπορούμε να αυξήσουμε τη χρήση ανακυκλώσιμων ως πρώτη ύλη
στην εγχώρια παραγωγή, στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας», λέει ο
γενικός γραμματέας Διαχείρισης Αποβλήτων Μανώλης Γραφάκος.
Το βάρος έχει πέσει στον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ), τον
κρατικό φορέα για την ανακύκλωση. «Με δεδομένο ότι έχει καθυστερήσει η
έγκριση των επιχειρησιακών σχεδίων των συστημάτων ανακύκλωσης, πρέπει
εμείς να δούμε μαζί με την ΕΕΑΑ τον επαναπροσδιορισμό των εισφορών των
παραγωγών (σ.σ. δηλαδή των εισαγωγέων ή παραγωγών υλικών συσκευασίας,
που πληρώνουν μια συνδρομή στα συστήματα ανακύκλωσης για να καλύπτεται
το κόστος του έργου τους)», εξηγεί ο Γιάννης Σιδέρης, διευθύνων
σύμβουλος του ΕΟΑΝ.
«Οι εισφορές δεν θα πρέπει να παραμείνουν “γενικές”, ένα ενιαίο ποσό
ανά κατηγορία υλικού, αλλά ο κάθε παραγωγός να πληρώνει ανάλογα με το
συγκεκριμένο είδος του υλικού συσκευασίας που χρησιμοποιεί. Αν λοιπόν
ένα είδος δεν μπορεί να ανακυκλωθεί στην Ελλάδα ή δεν έχει ζήτηση, τότε
θα πρέπει να πληρώνει περισσότερο.
Μόνο έτσι μπορούμε να μιλάμε για πραγματική ευθύνη παραγωγού, όπως
ορίζει η κοινοτική νομοθεσία: πιέζοντας για φιλικότερες προς το
περιβάλλον συσκευασίες».
Θαρραλέα μέτρα
Τι μπορεί να γίνει; «Η πολιτεία θα πρέπει να λάβει θαρραλέα μέτρα,
ώστε να μη δημιουργούνται “χωματερές” στα ΚΔΑΥ ή να καταλήγουν τα
ανακυκλώσιμα στους ΧΥΤΑ από την πίσω πόρτα», λέει ο Αχιλλέας Πληθάρας,
υπεύθυνος πολιτικής στο WWF Ελλάδος. «Εκτός από την αύξηση των εισφορών
των υπόχρεων εταιρειών, πρέπει να εστιάσουμε σε δύο σημεία: στη βελτίωση
της ποιότητας του ανακυκλώσιμου υλικού και στην ενίσχυση της εγχώριας
αγοράς ανακύκλωσης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε το “τέλος κυκλικής
οικονομίας” που έχει ήδη θεσπιστεί να χρηματοδοτήσει τη μείωση του ΦΠΑ
για όσες εταιρείες χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμα υλικά, αν αυτά
πιστοποιούνται από τον ΕΛΟΤ».
«Αν οι τιμές παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, τα περισσότερα ΚΔΑΥ δεν θα
επιζήσουν περισσότερο από 3-4 μήνες ακόμα», εκτιμά ο κ. Κοπανάς από τη
Mari Recycling. «Πρέπει να αυξηθεί η εισφορά για όλους τους υπόχρεους,
είτε είναι συμβεβλημένοι με την ΕΕΑΑ είτε με την Ανταποδοτική Ανακύκλωση
(σ.σ. τα δύο συστήματα ανακύκλωσης συσκευασιών) ώστε να μη...
μετακινούνται οι υπόχρεοι από το ένα σύστημα στο άλλο για να πετύχουν
χαμηλότερη εισφορά. Επιπλέον, η ΕΕΑΑ πρέπει να χρηματοδοτήσει τα κέντρα
διαλογής ώστε να αναβαθμίσουν τον εξοπλισμό τους. Κατά τη γνώμη μου, το
μέλλον είναι στη βελτίωση της ποιότητας των ανακυκλώσιμων».